ΔΙΗΓΗΜΑ ΕΝΑ
Ἕνας ὑπέροχος Ἥλιος μέ λούζει μέ ἕνα λαμεπερό λευκό φῶς. Τά δέντρα, σάν σκοτεινές σκιές, ἀφήνουν νά φαίνεται τό ἀκτινοβόλο ποτάμι πού δημιουργεῖ ὁ Ἥλιος στήν ἥσυχη Θάλασσα. Σκεπτόμουν τήν ἱστορία πού μοῦ διηγήθηκε ἡ Φρανσουάζ. Στό Μπούργ-άν-Μπρές πού ἔζησα, λίγο πρίν φύγω γιά νά ἔρθω ἐδῶ, γνώρισα τήν νεοφερμένη στό διπλανό μου σπίτι. Φευγαλαῖα τήν εἶχα δεῖ τήν ἡμέρα πού μετακόμιζε. Την ἑπόμενη, ὅπως συνηθιζόταν, τῆς χτύπησα τήν πόρτα γιά νά τήν καλωσορίσω καί νά τήν κατατοπίσω. Μόλις ἄνοιξε τήν πόρτα καί μέ εἶδε, ἔμεινε ἄγαλμα.Γιά λίγα λεπτά, μέσα σέ μιά περίεργη σιωπή, κάτι εἶδα νά περνάει στό βλέμμα της. Μοῦ ἔκανε νοημα νά περάσω καί καθίσαμε ἡ μία ἀπένατι στήν ἄλλη, στό στρογγυλό τραπεζάκι πού ἦταν σέ μιά ἄκρη τοῦ γραφείου της, πλάι στό μεγάλο παράθυρο. Ἔβαλε τσάι σέ δύο φλιτζάνια, καί κάθησε πίσω στήν καρέκλα, κοιτάζοντάς με καί παίρνοντας μιά βαθειά ἀνάσα. -Μέ θυμᾶσαι; εἶπε. Χαμογέλασα. Δέν τήν εἶχα ξαναδεῖ ποτέ ὅπως καί κανείς ἐκεῖ γύρω, ὅπως εἶχα διαπιστώσει. -Ὀμολογῶ πώς ὄχι,